Απεχθής Ακρωτηριασμός...

Εκείνο το βράδυ, πώς να σου το πώ; Ήταν σαν να είχε κατέβει ο Θεός ο ίδιος και μας έψαχνε.
Τα 'φερε έτσι η τύχη και μας έπιασε η καταιγίδα μεσοπέλαγα. Λίγο πιο νωρίς και δεν θα το
είχαμε κουνήσει κάν απο το λιμάνι. Λίγο πιο αργά και θα είχαμε προλάβει να καβατζάρουμε
τον Καλαντάν και να μπούμε στο Σάϊτβέ. Ετούτη τη φορά, μας έπιασε ο καιρός απάνω
που περνάγαμε το στενό.

Εκεί κάτω και στις καλές του όταν είναι, κατεβαίνει το ποτάμι σαν τρελό και έχει πολύ δυνατά
ρεύματα. Εκείνο το βράδυ δέ, έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι είχαμε μπροστά μας το ρεύμα
και πίσω μας τον άερα.

Να τον σηκώνει τον "Νικολή" το κύμα και να τον αφήνει...στον αέρα! Και σε κάθε μπάφ! να λές "τώρα φεύγουμε κι εμείς μαζί". Κάθε φορά που κάναμε πρός το ποτάμι, ερχόντουσαν κάτι αναθεματισμένα κύματα, ρε 'σύ Αντώνη, δεν έχεις δεί τέτοιο πράγμα. Ρηχό στην αρχή, πως θα το καβατζάρεις εύκολα και απο πίσω ψηλό και κοφτό σαν τοίχος!

Αφού σε κανα δυό γερά μπάμ, άκουσα τον γέρο να ψελίζει "Έχει γούστο, έχει γούστο", πως βρήκαμε
στον πάτο, γιατί κι απο τα ρεύματα εκεί ούτε και το χάρτη μπορείς να εμπιστευτείς. Και καλά
ο γέρος, είχε το νού του σε 100 μεριές κι ούτε να φοβηθεί δεν προλάβαινε. Εγώ, τα χρειάστηκα. Πιο
πολύ επειδή άκουγα το καράβι να βογγά και να βγάνει κάτι ήχους περίεργους που δεν τους είχε ξαναπεί. Ο μουγγο-Θόδωρας ρε, που δεν του έπαιρνες ούτε καλημέρα, δεν έβαλε ο κερατάς γλώσσα μέσα του κι είχε πιάσει τον Χασάν στο μονότερμα κι αυτός ο έρημος δεν μίλαγε ούτε λέξη Ελληνικά.

Αλλά, ο πιο άτυχος εκείνο το βράδυ, ήταν ο Μανωλιός ρε 'σύ Αντώνη. Όπως θα θυμάσαι...

ο Μανωλιός ξεκίνησε, σ' ένα καράβι μούτσος 

...κι ο "Νικολής" ήταν το τρίτο μπάρκο του. Τρίτο και φαρμακερό που λένε.

Σ' ένα απο εκείνα τα αναθεματισμένα τα κύματα, η πλώρη του "Νικολή" μπήκε ολόκληρη κάτω απο το νερό και οι αφροί φτάσανε μέχρι τη γέφυρα. Ακριβώς εκεί απο κάτω, είχαμε ένα κουτί μεταλικό
που βάζαμε μέσα κάτι γάτζους μυστήριους και ένα παλάγκο που είχε σκαρφιστεί ο γέρος για να βιράρουμε τα κοντά τα κοντέηνερ δύο-δύο.

Ανοίγει που λές το κουτί και σκορπάνε τα εξαρτήματα στο κατάστρωμα. Τα βλέπει ο Μανωλιός και χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι, βγαίνει έξω, πώς θα τα μαζέψει να μην τα πάρει το νερό!

Εγώ δεν είδα τίποτα γιατί ήμουνα σκυμμένος στο ραντάρ αλλά σε κάποια στιγμή, ακούω τον
Σαντορινιό να φωνάζει "Ρε 'σείς ο Μανωλιός!". Πετάγονται οι δύο Ινδοί που ήταν κοντά στη
πόρτα να τον προλάβουν. Ευτυχώς που τους φώτισε ο Θεός και τους τρείς και μόλις βγήκανε
απο τη πόρτα δεθήκανε αμέσως. Παραπατάει ο μουρλο-Μανωλιός, πέφτει κάτω, έρχεται το νερό, τον βουτάει και τον περνάει, ανάμεσα απ' τα κάγκελα κι όξω απο τη κουπαστή!

Τρέχουν οι Ινδοί, βουτάνε το σχοινί, κάνουν να τον σηκώσουν, που να σηκωθεί ο Μανωλιός,
με το που τον πήρε το κύμα και μούλιασε έγινε ασήκωτος. Ε, κι εκεί ξεκολώθηκε τελείως ο
σατανάς κι έπαθε το παιδί ότι έπαθε.

Βλέπεις, η θάλασσα εκεί είναι γεμάτη ψάρια. Δεν μπορείς να το φανταστείς, έχει σου λέω
τους πιο χαζούς ψαράδες στον κόσμο, με τα χέρια τα πετάνε έξω, ειδικά σ' εκείνο το μέρος, στο κατέβασμα του ποταμού.

Κι αυτό το έχει καταλάβει ο σκύλος κι είχε έρθει βραδιάτικα να κολατσίσει...και ξέρεις πώς τρώνε
οι σκύλοι, ανοίγουν το στόμα, κι όποιον πάρει ο Χάρος. Κι αυτός, δεν πήγαινε για τον Μανωλιό αλλά τον έφερε ψηλά το κύμα.

Να ουρλιάζει ο καημένος και να ακούγεται, απάνω απο όλο αυτό το χαμό! Το αίμα; Ποτάμι! Ποτάμι σου λέω, γιατί ξέρεις, εκεί χαμηλά, στα αχαμνά να πούμε, περνάνε όλες οι αρτηρίες.

Όταν τον φέρανε τελικά απάνω με τα χίλια ζόρια οι Ινδοί, τον είχαμε για ξεγραμμένο. Έπεσε απάνω του ο Σαντορινιός, του έδεσε σφιχτά τα πόδια, ψηλά, βάλαμε κι οτι είχαμε πρόχειρο μπάς και σταματήσουμε το αίμα.

Ο γέρος, απο τη μύτη να τον έπιανες θα έσκαγε. Εκείνο το βράδυ, τον πήγε τον "Νικολή" στα 14. Και άντε και σιγά-σιγά και άντε και σιγά-σιγά, καβατζάρουμε τον Καλαντάν και με το που μπαίνουμε στο μπέϊ λάσκαρε η θάλασσα. Μη νομίζεις, μια ώρα υπόθεση ήταν, το πολύ....Η κακιά η ώρα.

Δένουμε στο λιμάνι όπως-όπως, παίρνουνε τον Μανωλιό σηκωτό. Είχε ασπρίσει και παραμίλαγε. Κάτι μεξικάνοι που είχαμε μόλις είδανε το φορίο, βγάλανε τις μπαντάνες και κάτσανε σεβάσμια να πούμε με τα χέρια σταυρωμένα κι όπως πέρναγε ο γέρος τους τα χτύπαγε να λυθούνε..."Not yet, π'ανάθεμα σας, Not yet!!"...Όχι ακόμα, να πούμε, κατάλαβες;

Που τον πήγανε εκείνο το βράδυ, δεν έμαθα. Μόνο την άλλη μέρα, έρχεται μια κοπέλα στο λιμάνι...Ρε 'σύ Αντώνη, δεν θα το πιστέψεις ήταν η γιατρός. Στην άλλη άκρη του κόσμου, ρε 'σύ...και πετύχαμε Ελληνίδα γιατρό! Να! Στο σταυρό που σου κάνω, αφού το έβγαλα φωτογραφία το ιατρείο, κάπου εδώ την έχω.....Νάτη:




 Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική


top